- ἐκραύγαζον
- κραυγάζωbayimperf ind act 3rd plκραυγάζωbayimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθεαστικός — ἐνθεαστικός, ή, όν (AM) [ενθεάζω] 1. αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από θεία έμπνευση, ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.) 2. (για ενόχληση) αυτός που οφείλεται στα νεύρα. επίρρ... ἐνθεαστικῶς με ένθεη μανία, με ενθουσιασμό… … Dictionary of Greek